Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Και όμως, υπήρξαμε κι εμείς "Αλβανοί"





Ισχυριστήκαμε πριν από δυο μήνες ότι οι Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ αντιμετωπίστηκαν από τις αρχές, αλλά και τους παλιότερους κατοίκους της χώρας, με τρόπο ανάλογο προς εκείνο που υποδεχόμαστε κι εμείς σήμερα τους Αλβανούς μετανάστες. Δημοσιεύσαμε, μάλιστα, και κάποια στατιστικά στοιχεία για την εγκληματικότητα των συμπατριωτών μας εκείνης της εποχής, όπως προβάλλονται από τις επίσημες πηγές της περιόδου. Οι αντιδράσεις που προκάλεσαν τα δημοσιεύματά μας υπήρξαν πρωτοφανείς. Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει τα ίδια τα ντοκουμέντα. Οι διαμαρτυρόμενοι δεν προέρχονταν μόνο από το χώρο της οργανωμένης ακροδεξιάς ή της κατ' επάγγελμα εθνικοφροσύνης. Ακόμα και καλοπροαίρετοι αναγνώστες που θεωρούν τους εαυτούς τους προοδευτικούς, διέγνωσαν στην αρθρογραφία μας αν όχι την υπέρτατη ύβρη, τουλάχιστον την υπερβολή και την αυθαιρεσία. Πώς είναι δυνατόν -μας λένε- να συγκρίνει κανείς τους Έλληνες που ως γνωστόν μεγαλούργησαν και εξακολουθούν να διαπρέπουν στο εξωτερικό, με τους ημιάγριους, απολίτιστους και επικίνδυνους Αλβανούς;
Επανερχόμαστε σήμερα στο θέμα αυτό με ένα εκπληκτικό ντοκουμέντο. Την ιστορία ενός πραγματικού πογκρόμ κατά των Ελλήνων μεταναστών που πραγματοποιήθηκε στη μικρή Σάουθ Ομαχα της πολιτείας Νεμπράσκα το 1909. Για την ιστορία αυτή έχει συγγράψει μονογραφία ο Ελληνοαμερικανός δάσκαλος και πανεπιστημιακός Τζον Μπίτζες, ο οποίος -όπως θα διαπιστώσετε στις σελίδες που ακολουθούν- είναι ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο της τοπικής κοινωνίας, και κανείς δεν μπορεί να του προσάψει "αντιαμερικανική" προκατάληψη. Η μελέτη του υπήρξε προϊόν σκληρού μόχθου και επίπονης δουλειάς στα αρχεία των τοπικών εφημερίδων αλλά και των επίσημων αρχών. Η πρώτη μορφή αυτής της εργασίας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nebraska History το καλοκαίρι του 1970 και πήρε το βραβείο James Sellers.
Διαβάζοντας τη μελέτη του κ. Μπίτζες διαπιστώνουμε ότι στον Έλληνα μετανάστη απέδιδαν τότε οι αμερικανικές εφημερίδες όλα τα στερεότυπα που συνοδεύουν την εικόνα του Αλβανού στα σύγχρονα ελληνικά ΜΜΕ: οι Ελληνες είναι "βρόμικοι", "υπάνθρωποι", "απολίτιστοι", "άγριοι", επιρρεπείς στο έγκλημα.
Οι ανθελληνικές ταραχές στη Σάουθ Ομαχα σημειώθηκαν στις 21 Φεβρουαρίου του 1909, μετά από τη σύλληψη του Γιάννη Μασουρίδη ως ενόχου για τη δολοφονία του αστυνομικού Εντ Λόουρι. Οι εφημερίδες αμέσως μίλησαν για τον "Έλληνα δολοφόνο" και δημοσίευσαν την εμπρηστική ανθελληνική προκήρυξη που συνέταξε ο Τζόζεφ Μέρφι, ένας τοπικός πολιτικός παράγοντας. Σ' αυτή την προκήρυξη γινόταν λόγος για τους "βρομερούς Ελληνες που επιτίθενται στις γυναίκες μας και χτυπούν τους περαστικούς στο δρόμο, που διατηρούν χαρτοπαιχτικές λέσχες και κάθε λογής παρανομίες". Στο κλείσιμο της προκήρυξης γινόταν έκκληση για συνάντηση στο Δημαρχείο "όπου θα πάρουμε μέτρα για να διώξουμε τους Ελληνες από την πόλη μας." (εφημερίδες World Herald και Daily News, 20.2.1909).
Την επομένη το κύριο άρθρο της Herald αναφερόταν στον Μασουρίδη με τα ακόλουθα λόγια: "Ένας Έλληνας που στη γενέτειρά του δεν είχε ποτέ το προνόμιο να υψώσει το κεφάλι του προς τα πάνω (...) η μόνη του σκέψη ήταν να σκοτώσει, να σκοτώσει." Ο Μασουρίδης είχε έρθει στις ΗΠΑ από ένα χωριό της Καλαμάτας το 1906. Η αστυνομία τον είχε υπό παρακολούθηση, επειδή είχε συλληφθεί για παράνομο τζόγο. Στις 19 Φεβρουαρίου ο Λόουρι τον συνέλαβε μετά από καταγγελίες εις βάρος του, ότι είχε σχέσεις με μια ανήλικη (17χρονη) κοπέλα, που του έκανε μαθήματα αγγλικών. Τη στιγμή της σύλληψης ανταλλάχθηκαν πυροβολισμοί που κατέληξαν στον τραυματισμό του Μασουρίδη και το θάνατο του Λόουρι. Αμέσως συγκεντρώθηκαν μερικές εκατοντάδες κάτοικοι με σκοπό να λιντσάρουν τον Μασουρίδη. Με δυσκολία κατάφερε η αστυνομία να τον φυγαδεύσει σε ασθενοφόρο.
Η συγκέντρωση χιλίων κατοίκων την επομένη οδήγησε σε ανεξέλεγκτη βία εις βάρος των Ελλήνων. Με κραυγές "θάνατος στους Έλληνες" και "θυμηθείτε τον καημένο τον Λόουρι", το πλήθος όρμησε στην ελληνική συνοικία, την "Γκρίκ-τάουν" και επιτέθηκε στους ανύποπτους Έλληνες. Όσοι απ' αυτούς δεν κατάφεραν να διαφύγουν, έπεσαν στα χέρια των φανατισμένων Αμερικάνων και δάρθηκαν χωρίς έλεος. Στην απελπισία του κάποιος προσπάθησε να αμυνθεί με όπλο και τραυμάτισε ελαφρά δυο παιδιά. Τότε πλέον το πλήθος των επιτιθέμενων χωρίστηκε στα δυο και άρχισε τις λεηλασίες και τα σπασίματα σ' όλα τα μαγαζιά και τα σπίτια των Ελλήνων. Οι ταραχές συνεχίστηκαν όλη τη μέρα κάτω από τη σιωπηλή επιδοκιμασία κάποιων αστυνομικών και την αδυναμία των τοπικών αρχών. Επί έξι ώρες το πλήθος "με ρεβόλβερ, με κλομπ και με δαυλούς γύριζε στην πόλη, έπινε τα κλεμμένα ποτά, έκλεβε εμπορεύματα, χτυπούσε όποιον μπορούσε, μέχρι να τρέξει το αίμα από τις πληγές."
Περιγράφοντας την εικόνα που είχαν για τους Ελληνες οι παλιότεροι κάτοικοι της περιοχής, o Τζον Μπίτζες αναφέρεται στην εχθρότητα που προκλήθηκε από το γεγονός ότι οι Ελληνες δούλευαν με μικρότερα μεροκάματα και χρησιμοποιούνταν ως απεργοσπάστες. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι έφερναν στην Αμερική τις δικές τους άγριες συνήθειες, ότι ήταν βρόμικοι (εφόσον έκαναν πάντα τις βρόμικες δουλειές), ότι πολιτικολογούσαν στα δικά τους καφενεία και χαρτόπαιζαν. Οι ντόπιοι θεωρούσαν τη συμπεριφορά των Ελλήνων "ανήθικη" και "αντιαμερικάνικη". "Το σημείο που προκαλεί το ανθελληνικό στοιχείο", γράφει η Omaha Bee, "είναι ότι δουλεύουν φτηνά. Οτι ζουν ακόμα φθηνότερα, σε ομάδες. Οτι αδιαφορούν για τις μικρές λεπτομέρειες στις οποίες αποδίδουν μεγάλη σημασία οι Αμερικάνοι." Και ο εκδότης της Daily News πρόσθετε ότι "τα δωμάτιά τους είναι βρόμικα. Επιτίθενται στις γυναίκες. Μ' άλλα λόγια, με τη στάση τους εμφανίζονται ως επιθετικοί στα μάτια των περισσοτέρων κατοίκων της Σάουθ Ομαχα."
Μετά το τέλος των ταραχών η κοινότητα των Ελλήνων της περιοχής σκόρπισε σ'ολόκληρη την Αμερική. Από τις 2.000 μεταναστών που ζούσαν στη Σάουθ Ομαχα μέχρι εκείνο το μοιραίο Σάββατο το Φεβρουάριο του 1909, σε λίγους μήνες η απογραφή του 1910 κατέγραφε μόλις 59 άτομα. Η περίπτωση των ανθελληνικών ταραχών στη Σάουθ Ομαχα δεν είναι η μόνη εκείνης της περιόδου. Ο κ. Μπίτζες ανακάλυψε στην εφημερίδα Evening News of Roanoke στην πολιτεία της Βιρτζίνια αναφορά σε επιθέσεις όχλου εναντίον των καταλυμάτων Ελλήνων μεταναστών τον Ιούλιο του 1907. Και την ίδια βδομάδα με τα επεισόδια στη Σάουθ Ομαχα ξέσπασαν παρόμοιες βίαιες ταραχές σε δύο τουλάχιστον πόλεις, στο Κάνσας Σίτι της πολιτείας Κάνσας και στο Ντέιτον του Οχάιο.
Το τελευταίο μάθημα που παίρνουμε από την ιστορία αυτή είναι η τύχη της έρευνας του κ. Μπίτζες. Το 1991, ο Τζον Μπίτζες επανήλθε στο θέμα, συμπληρώνοντας με καινούργια στοιχεία την υπόθεση. Όμως τη νέα του μελέτη δεν δέχθηκε κανείς να τη δημοσιεύσει. Όπως μας εξήγησε ο ίδιος ο ερευνητής, η άρνηση των ακαδημαϊκών αρχών να προχωρήσουν στη δημοσίευση, οφειλόταν ακριβώς στο "ακανθώδες" αντικείμενό της. Οι σύγχρονοι Αμερικανοί θέλουν να "ξεχάσουν" το ρατσισμό εναντίον των μεταναστών στις αρχές του αιώνα, όπως ακριβώς και οι σύγχρονοι Έλληνες αρνούνται να πληροφορηθούν τις δύσκολες συνθήκες, κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε εκείνη η μετανάστευση.
(Ελευθεροτυπία, 14/6/1998

Η μετανάστευση θα αποτραπεί μόνο όταν αντιμετωπιστούν οι αιτίες που τη δημιουργούν (πόλεμος, φτώχεια, δικτατορίες, περιβαλλοντική καταστροφή) στις χώρες προέλευσης μεταναστών. Μέχρι τότε:

Να απελαθεί ο ρατσισμός και ο φασισμός, όχι της γης οι κολασμένοι.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου