Κυριακή 3 Μαΐου 2009

ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΑΛΑΒΑΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ (30 ΑΠΡΙΛΗ 2009)


Θα συζητηθεί η με αριθμό 732/27-4-2009 επίκαιρη ερώτηση του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς κυρίου Αλέξανδρου Αλαβάνου προς τον Υπουργό Εσωτερικών σχετικά με την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους συμβασιούχους κ.λπ..


Η επίκαιρη ερώτηση του κυρίου Αλαβάνου έχει ως εξής:


«Η απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) δίνει νέες δυνατότητες στους συμβασιούχους του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των δημοσίων επιχειρήσεων να διεκδικήσουν την μετατροπή των συμβάσεών τους ορισμένου χρόνου ή έργου σε αορίστου. Με την απόφαση του αυτή το ΔΕΚ μεταξύ άλλων:


-Αναγορεύει ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο προς την Οδηγία 99/70 το άρθρο 8 του ν. 2112/20 με την πρόσθετη επισήμανση ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου ώστε να αποτρέπεται η καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου.


-Θεωρεί υπό προϋποθέσεις ως καταχρηστική την επανάληψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου όταν οι λειτουργικές ανάγκες που καλύπτουν οι συμβασιούχοι είναι στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς.


Δεδομένης της ανωτέρω απόφασης και του γεγονότος ότι η ελληνική Κυβέρνηση εξακολουθεί να παραβιάζει την Οδηγία 99/70, αφού είναι κανόνας η κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του ευρύτερου δημόσιου τομέα με συμβασιούχους ορισμένου χρόνου ή έργου, ερωτάται ο κύριος Υπουργός:


Τι νομοθετικά μέτρα προτίθεται να αναλάβει προκειμένου να δικαιωθούν οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου ή έργου που κάλυπταν ή καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και εξαιρέθηκαν παρανόμως από τις ευνοϊκές διατάξεις της Οδηγίας 99/70 για την μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου;


Τι μέτρα θα αναλάβει η Κυβέρνηση προκειμένου να σταματήσει την απαράδεκτη και προσβλητική πρακτική της πρόσληψης χιλιάδων συμβασιούχων ορισμένου χρόνου ή έργου ή μέσω προγραμμάτων stage για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, γεγονός που αφενός στερεί από τους εργαζόμενους κάθε δυνατότητα απόκτησης σταθερών εργασιακών σχέσεων με διασφάλιση των εργασιακών και ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων και αφετέρου στερεί από το Δημόσιο τη δυνατότητα απόκτησης έμπειρων και ικανών στελεχών που θα προσλαμβάνονται με αξιοκρατικά κριτήρια;»


Στην επίκαιρη ερώτηση του κυρίου Αλαβάνου θα απαντήσει ο Υπουργός Εσωτερικών κύριος Παυλόπουλος.


Ορίστε, κύριε Υπουργέ, έχετε το λόγο για τρία λεπτά.


ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (Υπουργός Εσωτερικών): Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε.


Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστώ γιατί μου δίνετε την ευκαιρία με αφορμή την επίκαιρη ερώτησή σας να διευκρινίσω ορισμένα πράγματα σχετικά με την απόφαση αυτή η οποία, όπως ξέρετε, ολοκληρώνει μια σειρά από αμφισβητήσεις που υπήρξαν σχετικά με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 και σχετικά με την ερμηνεία του Συντάγματος και συγκεκριμένα του άρθρου 103 παράγραφος 8 για τους συμβασιούχους.


Τα κύρια δεδομένα της απόφασης αυτής είναι δύο. Πρώτο δεδομένο: Αποδέχεται ότι η νομοθεσία που στηρίζεται στο προεδρικό διάταγμα 164/2004 σημαίνει πλήρη προσαρμογή προς το κοινοτικό κεκτημένο σχετικά με τους συμβασιούχους, κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως. Είχαμε ένα τεράστιο κενό από το 2004 διότι η νομοθεσία που υπήρχε ουδέποτε προσάρμοσε τα ελληνικά δεδομένα στην κοινοτική πραγματικότητα.


Το δεύτερο όμως το οποίο λέει η απόφαση αυτή, αφού καθορίζει ό,τι μέτρα έχουμε πάρει και την εφαρμογή του διατάγματος και βεβαίως τη μοριοδότηση στη συνέχεια, είναι ότι βεβαίως τα μέτρα αυτά είναι απολύτως επαρκή, λέει όμως ότι εναπόκειται στον δικαστή ο οποίος εφαρμόζει την εσωτερική νομοθεσία από κει και πέρα να προσθέσει εγγυήσεις σ’ ό,τι αφορά τους συμβασιούχους.


Κύριε Πρόεδρε, η λέξη-κλειδί στην απόφαση αυτή είναι η αναφορά στον εσωτερικό νομοθέτη. Εδώ περιλαμβάνεται βεβαίως κατά κύριο λόγο ο συντακτικός νομοθέτης, ορθότερα ο αναθεωρητικός γιατί το άρθρο 103 παράγραφος 8 αναθεωρήθηκε κατά την Αναθεώρηση του 2001. Με πάρα πολύ προσεκτικό τρόπο το δικαστήριο δεν θέλει να φέρει σε αντίθεση την κοινοτική τάξη με το Σύνταγμα γιατί γνωρίζετε το μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει όσο δεν υπάρχει κράτος Ευρωπαϊκής Ένωσης και γνωρίζετε τι ζήτημα δημιουργείται σχετικά με αυτή την ιεράρχηση των κανόνων δικαίου, ιδίως στη σχέση του Συντάγματος.


Κατόπιν τούτου, τονίζω ότι έχουμε προσαρμοστεί. Υπάρχει εκείνο το κομμάτι που έκανε αορίστου χρόνου 33.000 ανθρώπους γιατί αυτό προέβλεπε αυτή η μεταβατική περίοδος προ της Αναθεώρησης του 2001 και μετά.


Από εκεί και πέρα υπάρχει αυξημένη μοριοδότηση. Από 40% το πήγα 50%. Αφορά όχι μόνο στη θέση που έχει ο συμβασιούχος αλλά σε πολύ ευρύτερο κύκλο. Και εδώ θα μείνουμε. Θέλω να τονίσω προς κάθε κατεύθυνση για να μην παραπληροφορούνται οι συμβασιούχοι -όχι από εσάς αλλά γενικότερα από διάφορα που λέγονται- ότι μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου είτε είναι συμβάσεις εργασίας είτε συμβάσεις έργου είναι αδύνατη λόγω Συντάγματος. Κατόπιν τούτου δεν πρόκειται να έρθει καμία ρύθμιση που να μετατρέπει αυτομάτως τις συμβάσεις αυτές. Και δεν θα μπορούσε να έρθει. Το απαγορεύει το Σύνταγμα.


Εναπόκειται στα δικαστήρια να είναι εγγυητές του να μην υπάρχει καταχρηστική ανανέωση των συμβάσεων, αλλά ως εδώ. Και ίσα-ίσα αυτό που πρέπει να κάνουμε εδώ και στο οποίο ο κοινοβουλευτικός έλεγχος πρέπει να αποβλέπει είναι περιπτώσεις όπου η διοίκηση καταχρηστικά ανανεώνει τις συμβάσεις, αυτές να αναδεικνύονται σε επίπεδο κοινοβουλευτικού ελέγχου. Κατά τα άλλα άλλη νομοθετική ρύθμιση δεν πρόκειται να έρθει και γιατί έχουμε πλήρως προσαρμοστεί –το είπε η απόφαση αυτή- και γιατί το Σύνταγμα δεν το επιτρέπει.


Ευχαριστώ πολύ, κυρία Πρόεδρε.


ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Έλσα Παπαδημητρίου): Ευχαριστώ πολύ, κύριε Υπουργέ.
Κύριε Αλαβάνο, έχετε το λόγο για δυο λεπτά.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΛΑΒΑΝΟΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς):

Κύριε Υπουργέ, είναι δεκαπέντε χρόνια περίπου από την προσωπική μου παρουσία στην πολιτική ζωή όπου ένα από τα κεντρικά ζητήματα και για μένα και για τον χώρο μου, τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς, είναι τα θέματα των συμβασιούχων. Και δεν θα το βάλλουμε κάτω. Περίμενα από εσάς να είστε πιο γενναίος και να αναγνωρίσετε όλες τις διαστάσεις της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που αλλάζουν τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι την προηγούμενη, πριν εκδοθεί η απόφαση. Και να αναγνωρίσετε επίσης και τους εντοπισμούς ευθυνών που γίνονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.


Πηγαίνοντας η υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μέσα από προδικαστικό ερώτημα δικαστή ή δικαστίνας του μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνης –και δίνει δημόσια συγχαρητήρια- εσείς, κύριε Υπουργέ, βγήκατε και μέσω των υπηρεσιών ζητήσατε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να θεωρηθεί απαράδεκτη η συζήτηση του ερωτήματος. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λέει «όχι, είναι παραδεκτή η συζήτηση του ερωτήματος». Και μπαίνετε στην ίδια διαδικασία του διατάγματος Ρέππα που ήταν πολύ χειρότερο από το δικό σας, το δέχομαι, αλλά το οποίο απορρίφθηκε, κριτικαρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.


Η δική σας στάση θα έπρεπε να ήταν αυτό που κάνετε με τις συντάξεις των γυναικών. Δυστυχώς, μια αρνητική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου λέτε «θα την εφαρμόσουμε». Εδώ γιατί δεν το λέτε αυτό;


Τι λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Κάνει παραδεκτό πρώτον το θέμα που θέτει το Πρωτοδικείο Ρεθύμνης.

Δεύτερον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λέει «αφήστε τα περί Συντάγματος» διότι όχι μόνο υπήρχε η οδηγία από το 1990 της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά από το 1999 με την δημοσίευσή της εδώ στην Ελλάδα είχε ενσωματωθεί στο δίκαιο και στηρίζει την ισχύ του υπερεθνικού του Κοινοτικού Δικαίου απέναντι στο ελληνικό δίκαιο.


Τι άλλο λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Λέει, «κοιτάξτε να δείτε, έχετε την οδηγία 164», Παυλόπουλου που λέμε εμείς, «αλλά δεν μπορείτε εσείς να απαγορεύσετε στον εθνικό δικαστή να κρίνει το θέμα» πράγμα το οποίο δυστυχώς είχε γίνει με μια απαράδεκτη απόφαση του Αρείου Πάγου, 19/2007, η οποία ήρε μια προηγούμενη απόφαση, την 18/2006. Το πρώτο δεδομένο που έπρεπε να παραδεχθείτε είναι ότι η απαγόρευση του Αρείου Πάγου στα δικαστήρια να ασχολούνται με τις υποθέσεις των συμβασιούχων με βάση την απόφαση 19/2007 σήμερα δεν ισχύει.


Τι άλλο λέει το δικαστήριο; Λέει το δικαστήριο «έχετε την οδηγία 164 αλλά ενδεχομένως βάζει περιορισμούς, γι’ αυτό ως εθνικός δικαστής πια θα κρίνεται με βάση τα δεδομένα το πνεύμα της οδηγίας και με βάση τον νόμο 2112/1920». Ένας νόμος του Βενιζέλου. Είναι ντροπή. Μιλάμε για έναν νόμο δυο χρόνια πριν την Μικρασιατική Καταστροφή που πάει να στηρίξει τα συμφέροντα των εργαζομένων ανταποκρίνεται στις επιταγές, στο γράμμα και στο πνεύμα της οδηγίας.


Επομένως, αυτό που είναι πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι σπάει η απαγόρευση. Διαβάζω την απόφαση του Εθνικού Δικαστηρίου γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο κρίσιμο συμπερασματικό στοιχείο: «εναπόκειται επομένως στο αιτούν δικαστήριο» -Ρεθύμνης και το κάθε Ρεθύμνης- «να ερμηνεύσει και να εφαρμόζει τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά το μέτρο του δυνατού και εφόσον δεν έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την καταχρηστική χρησιμοποίηση αυτή και να εξελιχθούν οι συνέπειες της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου. Το εν λόγω δικαστήριο οφείλει στο πλαίσιο αυτό να κρίνει κατά πόσο οι διατάξεις του άρθρου τάδε του νόμου 2112/1920 μπορούν ενδεχομένως να εφαρμοστούν κατόπιν ερμηνείας σύμφωνης προς την οδηγία».


Καταλήγοντας –και ευχαριστώ για την ανοχή σας, κυρία Πρόεδρε, αλλά καταλαβαίνετε ότι είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα- πρώτον, συμφωνείτε ότι πλέον τα εθνικά δικαστήρια με βάση την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα αποφασίζουν συγκεκριμένα για κάθε υπόθεση;


Δεύτερον, συμφωνείτε ότι όσοι εργαζόμενοι συνεχίζουν να δουλεύουν με αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων αλλά λόγω Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν πληρώνονται, πρέπει να πληρωθούν και μάλιστα αναδρομικά;


Τρίτον, συμφωνείτε ότι μαζί με την οδηγία 164 πια θα είναι και ο νόμος 2120;


Και τέταρτον και τελευταίο, κύριε Υπουργέ, γιατί να μην γίνει μια νομοθετική προσαρμογή σ’ αυτή την απόφαση του δικαστηρίου ώστε να μην έχουμε χιλιάδες προσφυγές συμβασιούχων τις οποίες τώρα θα κερδίσουν. Γιατί δεν διευκολύνετε τα πράγματα; Θα ήθελα απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα.


Εγώ θα ήθελα να διαβεβαιώσω τους συμβασιούχους ότι ανοίγει ένας καινούριος δρόμος του οποίου την κατάληξη μπορεί να διευκολύνει η Κυβέρνηση, αλλιώς μπορούν τα δικαστήρια να ασχολούνται συνεχώς μ’ αυτή την υπόθεση.


Να καταθέσω όμως στα πρακτικά και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, την οποία θεωρώ εξαιρετικά σημαντική, αλλά και το non paper που δώσατε, κύριε Υπουργέ. Ένα non paper που πήγε στις εφημερίδες, αναφέρθηκε σχεδόν αυτολεξεί από την κρατική τηλεόραση και το οποίο δεν αναφέρεται σε κανένα ουσιαστικό ζήτημα, απλώς εμφανίζει το θέμα σαν επιτυχία της κυβέρνησης Καραμανλή.


Ευχαριστώ πολύ.


(Στο σημείο αυτό ο Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κ. Αλέξανδρος Αλαβάνος, καταθέτει για τα Πρακτικά τα προαναφερθέντα έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής)


ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Έλσα Παπαδημητρίου): Καταθέστε τα, κύριε Αλαβάνο.


Κύριε Υπουργέ, θα έχω ανοχή και για σας.


ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης): Κύριε Πρόεδρε, μπορεί να υπερβώ τον χρόνο μου κατά ένα με δυο λεπτά αλλά είναι ανάγκη.


Κύριε Πρόεδρε, τονίζω ένα πράγμα. Και το τονίζω προς όλους εκείνους των οποίων την αγωνία καταλαβαίνω. Δεν υπάρχει περίπτωση -και ας μην οδηγηθούν σε δικαστικές περιπέτειες που θα τους κοστίσουν- μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου αυτομάτως σε αορίστου. Τελείωσε αυτό γιατί το απαγορεύει το Σύνταγμα. Έχουμε τρεις αποφάσεις ολομελειών: Συμβουλίου της Επικρατείας, Αρείου Πάγου, Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αυτό δεν είναι δυνατό. Και το ορίζει σαφώς η απόφαση. Γι’ αυτό το λέω και οφείλω να το διευκρινίσω γιατί θα αρχίσουν πάλι οι αμφισβητήσεις και οι περιπέτειες ενώ το ξεκαθαρίζει το δικαστήριο.


Πρώτα-πρώτα έλληνες Βουλευτές, μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου ξέρουμε ότι όταν αναθεωρήσαμε το Σύνταγμα στο άρθρο 103, παράγραφος 8, το 2001 ρητά είπαμε ότι απαγορεύεται αυτή η μετατροπή. Αυτό το δικαστήριο το σέβεται απολύτως. Σας διαβάζω το συγκεκριμένο: «κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1» η βασική ρήτρα για την οποία μιλάμε «η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή ενός κανόνα της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει απόλυτα στον δημόσιο τομέα να μετατρέπει την σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μια σειρά διαδοχικών συμβάσεων εργασίας κ.λπ.». Γιατί το είπα αυτό; Σας το είπα κομψά επειδή δεν θέλει να μπαίνει το δικαστήριο σε θέμα ιεραρχήσεων των κανόνων δικαίου. Γνωρίζετε την νομολογία Costa vs Entel. Γνωρίζετε την νομολογία …


Ξέρετε πολύ καλά τι μπορεί να προκύψει όσο δεν έχουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση κράτος με οργανωμένη εσωτερική έννομη τάξη ενιαία και σε συνταγματικό επίπεδο. Αποφεύγει το δικαστήριο να μπαίνει σε θέματα σύγκρουσης με το Σύνταγμα. Γι’ αυτό το είπε αυτό εδώ. Δηλαδή, λέει τι απλά; «Αν έχετε κανέναν κανόνα δικαίου και δη υπερκείμενο όπως είναι το Σύνταγμα που το απαγορεύει για μένα είναι απόλυτα θεμιτό». Και αυτό κάνει. Μας λέει «σεβαστείτε το Σύνταγμά σας».


Το Σύνταγμα λοιπόν το λέει προς κάθε κατεύθυνση, σε όλους τους συμβασιούχους που ξέρουν την αγωνία μου, γιατί 33.000 έγιναν αορίστου χρόνου διότι τόσοι μπορούσαν να γίνουν. Παραπέρα δεν μπορούσε να γίνουν.


Τι είπε παρακάτω το δικαστήριο; Το δικαστήριο λέει: «Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται πάντως να εκτιμήσει κατά πόσο οι προϋποθέσεις εφαρμογής, καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των κρίσιμων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθιστούν τις διατάξεις αυτές κατάλληλο μέτρο για να αποτρέπεται και εν ανάγκη να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση από τις ειδικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων». Δεν λέει πουθενά ότι με τον τρόπο αυτό επιτρέπει στο δικαστήριο να πει «μετατρέπω». Λέει «να αποτρέπει ή να τιμωρεί». Τι θα πει «να τιμωρεί»; Ακόμα και αν χρειαστεί να βάλουμε ποινικές ρήτρες, ακόμα και αν χρειαστεί, παραδείγματος χάριν στην περίπτωση αυτή να πληρώνει αποζημίωση. Αυτό λέει. Πουθενά –το τονίζω- πουθενά δεν λέει η απόφαση, και θα μπορούσε να το πει, ότι έχουμε τη δυνατότητα να επιβάλλουμε μέσω κοινοτικών διατάξεων αυτόματη μετατροπή, ενώ το απαγορεύει το Σύνταγμα. Μακάρι να μπορούσε να γίνει αλλά δεν γίνεται για λόγους συνταγματικούς.


Ξέρετε ότι πήραμε όλοι μαζί την απόφαση ακριβώς γιατί αν δεν παίρναμε την απόφαση το 2001 αυτή η φάμπρικα του να μπάζουν ανθρώπους από το παράθυρο χωρίς αξιοκρατία, χωρίς τίποτα. Διότι το ξέρουμε, κύριε Πρόεδρε, με όλη την αγωνία που έχω και εγώ και εσείς για τους συμβασιούχους, ότι προσλαμβάνονται χωρίς να υπάρχει προηγουμένως κάποιο κριτήριο διαφάνειας, χωρίς να υπάρχει Α.Σ.Ε.Π.. Αυτό θέλουμε; Την αγωνία όλων των άνεργων που δεν είναι συμβασιούχοι; Πώς θα το κάνουμε; Αυτό το νόημα έχει και η μοριοδότηση, η οποία ναι μεν ενισχύει στο 50% τους συμβασιούχους, αλλά επιτρέπει και σε άλλους που είναι απέξω, εφόσον έχουν προσόντα αυξημένα, πέρα από την εμπειρία την οποία έχουν οι συμβασιούχοι, να διεκδικήσουν και εκείνοι τη μοίρα τους. Ήταν μια σωστή και δίκαιη λύση το 2004, την οποία επικρότησε πλήρως το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Εκεί θα μείνουμε. Ως εκεί.


Εκείνο που μπορείτε να μου πείτε –και έχετε απόλυτο δίκιο- είναι ότι το θέμα των συμβασιούχων θα λυθεί μόνο όταν προκηρυχθούν όλες οι κενές οργανικές θέσεις που έχουμε. Γνωρίζετε ότι έκανα πολλές προσπάθειες και το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, όσο μπορούσε. Δεν είναι δυνατόν κάτω από τους όρους δημοσιονομικού ελλείμματος στους οποίους ζούμε, να υπάρξει αυξημένος αριθμός θέσεων αορίστου χρόνου ή και μόνιμων θέσεων, για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν τη μοριοδότηση, να απορροφηθούν. Αυτό ναι. Εκεί πρέπει όλοι, όταν ξεπεράσουμε την κρίση, να δώσουμε τη μάχη ώστε όταν πληρωθούν αυτές οι θέσεις οι οποίες είναι μονίμων ή αορίστου χρόνου, τότε θα πάψει να υπάρχει και το θέμα των συμβασιούχων.


Πάντως το γεν νυν έχον όπως αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα το 2001, νομοθετική ρύθμιση αυτόματης μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου δεν πρόκειται και δεν μπορεί να έρθει. Ούτε δικαστήριο είναι δυνατόν να πάρει μια τέτοια απόφαση, γιατί όποια απόφαση και αν έπαιρνε αυτή θα ήταν contra constitutione. Το άρθρο 103 παράγραφος 8 είναι σαφές και κατηγορηματικό.

Ευχαριστώ πολύ.