να μ' αγαπάς τρυφερά σαν παιδί
να 'μαι το κύμα και να 'σαί ο βράχος
να 'μαι η φλόγα και να 'σαι κερί
Για πάντα μαζί για πάντα μαζί
σ' αυτό τ' ανηφόρι που λέμε ζωή
Στην αρχή, ήρθανε για τους κομμουνιστές. Δεν μίλησα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Μετά ήρθαν για τους Εβραίους. Πάλι δεν μίλησα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Μετά ήρθαν για τους εργάτες, τα μέλη των συνδικάτων. Πάλι δεν μίλησα, γιατί δεν ήμουν σοσιαλιστής. Στο τέλος όμως, όταν ήρθαν να πιάσουν εμένα, δεν είχε απομείνει κανένας για να μιλήσει…. Μπέρτολντ Μπρεχτ
Αναρτήθηκε στο http://nefelikas.wordpress.com και το αναδημοσιεύω γιατί μου άρεσε
Αγαπητέ Τριαντάφυλλε
Η απάντηση μου αυτή δεν έρχεται ως ανάγκη να κάνω τον έξυπνο, αλλά γιατί με κεντρίζει η ιδέα να συμβάλλω σε ένα δημόσιο διάλογο, που γίνεται σε θεωρητικό επίπεδο, κάτι που πιστεύω ότι λείπει από τη σύγχρονη μίζερη πολιτική καθημερινότητα. Πρέπει νομίζω να συμφωνήσουμε, ότι ο ρομαντισμός είναι μία μήτρα διαμόρφωσης συμπεριφοράς, που ελάχιστα αλλοιώνει τις παρορμήσεις που την προκαλούν. Με την έννοια αυτή μπορούμε να πούμε, ότι η ρομαντική συμπεριφορά είναι μία πολύ ατόφια, πολύ γνήσια έκφραση των ενστίκτων και των παρορμήσεων μας. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το εξής : η ρομαντική πολιτική συμπεριφορά, είναι μία χρήσιμη και αποτελεσματική πολιτική συμπεριφορά, κρινόμενη μάλιστα με βάση τις εμπειρίες που μέχρι σήμερα έχουμε συσσωρεύσει και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο που έχουμε διασφαλίσει;
Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει την τάση να θέλει να απαλλαγεί από ότι τον εμποδίζει η απλά τον ενοχλεί στην άσκηση των δραστηριοτήτων του. Για παράδειγμα η δημοτική μας αρχή έκοψε τα δύο από τα τρία δένδρα της υπερυψωμένης τσιμεντένιας κεντρικής μας πλατείας(το πεύκο και την ιτιά) γιατί θεώρησε προφανώς ότι την ενοχλούσαν. Δε διαθέτει φαίνεται την αναγκαία νοητική επάρκεια, ώστε να προχωρήσει σε δεύτερες σκέψεις, που θα έθεταν το ερώτημα : μήπως πρέπει να τροποποιήσουμε τις δράσεις μας, ώστε να είναι συμβατές με τα τόσο πολύτιμα σε ένα τσιμεντένιο περιβάλλον δένδρα: (Μία διευκρίνιση για να μην παρεξηγηθώ : με το παράδειγμα αυτό δεν έχω την πρόθεση να ταυτίσω το κόψιμο των δένδρων με το ρομαντισμό. Κάτι τέτοιο θα ήταν τουλάχιστον ανόητο. Απλά προσπαθώ να επισημάνω, ότι πολλές φορές οι ενστικτώδεις, οι γνήσιες συμπεριφορές έχουν ολέθρια αποτελέσματα.) Η ρομαντική συμπεριφορά, ως μία γνήσια έκφραση των παρορμήσεων μας, είναι και έντονα ανατρεπτική. Από την άλλη μεριά η πολιτική, ως διαδικασία λήψης αποφάσεων, οφείλει να αντιμετωπίζει την ανατροπή, ως επιλογή, συγκρίνοντας την με όλες τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις. Νομίζω ότι δεν πρέπει να γενικεύουμε την περίπτωση των ναυτών, που μέσα σε μία τρικυμισμένη θάλασσα προσπαθούν να φθάσουν στην ξηρά, γιατί γι’αυτούς η ξηρά είναι αντικειμενικά η μόνη αποδεκτή επιλογή.
Είναι αλήθεια ότι στο περιβάλλον μας πολλά πράγματα και καταστάσεις (κατεστημένες και μη) μας ενοχλούν. Είναι επίσης αλήθεια ότι η πρώτη μας σκέψη είναι να απαλλαγούμε από όλα αυτά τα ενοχλητικά, ανατρέποντας τα. Η ανατροπή όμως σημαίνει διάλυση της υπάρχουσας ισορροπίας. Η ισορροπία πάλι είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Ο σύγχρονος λοιπόν Ευρωπαίος, ο οποίος έχει κατακτήσει ένα υψηλό βιοτικό, γνωστικό και πολιτιστικό επίπεδο (ίσως όχι αρκετά ικανοποιητικό, αλλά σίγουρα υψηλό), οφείλει να θέτει το ερώτημα : ποια είναι η ισορροπία που θα διαδεχθεί αυτήν που θα διαλύσουμε; Αν δεν το κάνει, είναι σα να παίζει όλες του τις κατακτήσεις σε μία ζαριά. Ακόμη και για την τσαρική Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα, όπου η ανθρώπινη αθλιότητα καθιστούσε επιτακτική την αλλαγή, η πλειοψηφία των σύγχρονων Ρώσων (κρίνοντας βέβαια εκ του αποτελέσματος) πιστεύουν ότι μία διαδικασία βελτίωσης της τότε υπάρχουσας ισορροπίας, θα ήταν ωφελιμότερη από την ανατροπή. Και να σκεφθεί κανείς, ότι στην περίπτωση αυτή υπήρχε προδιαγεγραμμένη σε θεωρητικό επίπεδο η νέα ισορροπία. Ποια σχέση άραγε μπορεί να έχουν τα γκουλάγκ, οι ομαδικές δολοφονίες και η ωμή κρατική βία με την σοσιαλιστική κοινωνία, όπως περιγράφηκε από το Μαρξ; Αυτό και μόνο το παράδειγμα αποδεικνύει πόσο αναγκαίο είναι να τίθεται το ερώτημα, όχι μόνο για το ποια θα είναι η νέα ισορροπία, αλλά και ποιες είναι οι εγγυήσεις, ότι η νέα ισορροπία δε θα είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα αυτών που θα αναλάβουν να την εγκαθιδρύσουν.
Η πολιτική, ως διαδικασία λήψης αποφάσεων, οφείλει πρωτίστως να αξιολογεί τις κοινωνικές σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές βέβαια είναι έντονα αντιφατικές. Αυτό όμως το γεγονός δεν πρέπει να μας προκαλεί σύγχυση και να μας απογοητεύει. Κάτι τέτοιο αποτελεί <<βούτυρο στο ψωμί>> των επιτήδειων δημαγωγών. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε, ότι η αντιφατικότητα των κοινωνικών σχέσεων δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα κέλυφος που κρύβει προσωρινά αυτό που μέλλει να συμβεί. (Αυτή την καθαρά διαλεκτική ιδέα την αποδεχόμαστε και πολλοί που δεν είμαστε μαρξιστές. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός, ότι οι μαρξιστές πιστεύουν ότι έχει χαρακτήρα νομοτελειακό, ενώ οι μη μαρξιστές την προσεγγίζουν πιθανοκρατικά). Κρίνοντας σήμερα εκ του αποτελέσματος και άρα κρίνοντας με ασφάλεια, διαπιστώνουμε ότι αυτό που ήταν κρυμμένο κάτω από τις κοινωνικές σχέσεις, που συνέθεταν την ισορροπία της ρωσικής κοινωνίας των αρχών του 20ου αιώνα, δεν ήταν τίποτε άλλο από αυτό που υπάρχει στη σημερινή Ρωσία και σε ολόκληρο το σύγχρονο κόσμο. Διαπιστώνουμε λοιπόν με έκπληξη, ότι ακόμη και αυτή η μεγάλη ανατροπή του 1917, αλλά και το πανίσχυρο σοβιετικό καθεστώς που προέκυψε δε μπόρεσαν να αλλοιώσουν, αλλά μόνο να καθυστερήσουν, για μερικές δεκαετίες, την εμφάνιση αυτού που έμελλε να συμβεί. Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στην εικασία (μήπως συμπέρασμα;), ότι η πορεία της κοινωνίας σηματοδοτείται από ένα βέλος που δείχνει στην εξέλιξη(βελτίωση του επιπέδου ζωής και διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών, με παράλληλη συρρίκνωση των κάθε μορφής κοινωνικών περιθωρίων) και αυτό που μπορούν ουσιαστικά να πετύχουν οι όποιες ανθρώπινες παρεμβάσεις, δεν είναι η αλλαγή της κατεύθυνσης του βέλους, αλλά μόνο η επιτάχυνση ή η επιβράδυνση της πορείας. Αν αυτό είναι αληθές, η πολιτική για να είναι ρεαλιστική, οφείλει να το αξιολογεί δεόντως.
Που μας οδηγούν όλα αυτά; Αναμφισβήτητα στη σκέψη ότι οι παρορμήσεις μας και τα <<θέλω>> μας δε μπορούν να επηρεάσουν την κατεύθυνση της εξέλιξης, αλλά μόνο το ρυθμό της. Έτσι λοιπόν μπορεί να τεθεί στην πραγματική του βάση το ερώτημα : πόσο ρομαντισμό μπορεί να χωρέσει μία πολιτική που θέλει να είναι ρεαλιστική και τελικά χρήσιμη; Δυστυχώς για σένα ρομαντικέ Τριαντάφυλλε, το ρομαντισμό πρέπει να τον κρατάμε για την προσωπική μας ζωή (γιατί ίσως χωρίς αυτόν η ζωή μας δεν έχει μεγάλη αξία) και να μη τον μπερδεύουμε με την πολιτική. Είναι αναγκαίο να καταλαβαίνουμε, ότι σκοπός είναι η βελτίωση των κοινωνικών σχέσεων υπέρ του ανθρώπου, ενώ η πολιτική είναι μόνο το μέσο για την επιτάχυνση της πορείας προς επίτευξη του σκοπού. Και είναι, νομίζω, ολέθριο λάθος, ο λόγος μας να προκαλεί σύγχυση σχετικά με το σκοπό και το μέσο. Το κακό είναι, ότι η πρόκληση τέτοιων μορφών σύγχυσης αποτελεί την πιο εύκολη αντιπολιτευτική πρακτική. Όσον αφορά τις δυνάμεις της αριστεράς, αν μπορέσουν να αποφύγουν τέτοιου είδους πειρασμούς και με δεδομένες τις περιβαλλοντικές και άλλες ανησυχίες τους, σε συνδυασμό μάλιστα με την αδιαφορία που δείχνουν τα κόμματα εξουσίας για τέτοια θέματα, θα μπορέσουν με ασφάλεια να οδηγηθούν σε μία πορεία, που θα τα μεταλλάσσει από φορείς αντίδρασης στο δικομματισμό, σε φορείς άσκησης εξουσίας. Αν βέβαια αυτό πραγματικά τις ενδιαφέρει.
Και για να χαλαρώσουμε λίγο τελειώνοντας, σχετικά με το χρώμα του ρομαντισμού, λάβε σε παρακαλώ υπ’ όψιν, ότι είμαι από αυτούς, που βλέπουν τον Ολυμπιακό, ως αιώνιο εχθρό, γι’ αυτό μη με στενοχωρείς.
Φιλικά
Και με αίτημα για κατανόηση αν επεκτάθηκα πολύ
Βλαδίκας Νίκος
Πολύ απασχόλησαν τα ΜΜΕ το σύνθημα του Γιώργου «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» και οι πράσινοι παπαγάλοι της Ν.Δ. Τόσο πολύ, που κυκλοφόρησε κιόλας το πρώτο ανέκδοτο: Ξέρετε ποιο είναι το πραγματικό δίλημμα αυτών των εκλογών; Σοσιαλισμός ή παπαγάλοι!
Όσοι δεν θέλουν ούτε τον σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ ούτε τους παπαγάλους του Καραμανλή, ωστόσο, δεν χρειάζεται και να τα βάψουν μαύρα μ’ αυτή τη μαύρη κωμωδία της βαρβαρότητας. Ο ένας ξεπατικώνει τη Ρόζα, ο άλλος ξεπατικώνει τις αμερικανιές της επικοινωνίας, ρίχνουν στην αγορά πράσινα άλογα και πράσινα πουλιά και την ίδια στιγμή, οι αθεόφοβοι, εμφανίζονται με πόζα υπευθυνότητας ο ένας και ριζοσπάστη ο άλλος. Διαψεύδουν διαψευδόμενοι, καταγγέλλουν ψεύδη ψευδόμενοι, ακκίζονται λοιδορούμενοι και δεν εννοούν να καταλάβουν ότι επισπεύδουν έτσι το τέλος της μικρής τους πόλης. Κι ένα αλάνθαστο σύμπτωμα κάθε κρίσης είναι ότι οι εμπλεκόμενοι σ’αυτή δεν βλέπουν τα δυσοίωνα σημάδια της.
Καλή στιγμή. Γιατί στην πολιτική υπάρχουν και στιγμές που το χειρότερο μπορεί να γίνει θερμοκοιτίδα του καλύτερου. Από την κατάπτωση των δύο μπορεί να ενισχυθούν εκείνες οι τάσεις και οι αντιστάσεις στην κοινωνία, που θέλουν άλλη πολιτική, άλλο πολιτικό σύστημα, άλλες αξίες και άλλες κοινωνικές συμμαχίες. Μια πολιτική κρίση, όσο δυσάρεστη κι οδυνηρή κι αν είναι, μπορεί να αποδειχτεί αφετηρία αλλαγών.
Δεν φτάνει όμως να εύχεται κανείς μια ξεγυρισμένη πολιτική κρίση. Ούτε είναι έξυπνο να περιμένει ότι θα πέσει από τον ουρανό η τιμωρία για τους εμπόρους του ναού και τους παρατρεχάμενους, με μόνο το χάλι που επέδειξαν προχθές με την κοινωνική αναλγησία, χθες με τα σκάνδαλα και σήμερα με την ιλαροτραγική τους αντιπαράθεση.
Ο ουρανός, ευτυχώς, δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική. Η πολιτική κρίση, για να ωριμάσει, να οδηγήσει σε εκρήξεις, να πάρει διαστάσεις κατάρρευσης του δικομματισμού, θέλει ένα χεράκι από κείνους που είναι έξω από αυτή. Και που μπορούν να πείσουν ότι κανένα χάος δεν θα υπάρξει αν πάει επιτέλους καλλιά του ένα σύστημα που εδώ και καιρό δαγκώνει την ουρά του.
Για να είναι πιο καθαρό: Η Παρακμή μπορεί να ανακυκλώνεται, να αναπαράγεται, να χοντραίνει με σκάνδαλα και εισαγγελείς, να ανεβοκατεβάζει παπαγάλους στην εξουσία, να γεννάει βαρβαρότητες στην πολιτική, να εναλλάσσει δράστες και τιμωρούς στα ΜΜΕ. Να ζει δηλαδή και να βασιλεύει μασουλώντας και τον ίδιο τον εαυτό της, όπως έγινε σχετικά πρόσφατα με την αντικατάσταση του παλιού ΠΑΣΟΚ από το νέο του Σημίτη και το ακόμα πιο νέο του Παπανδρέου και της παλιάς Ν.Δ. από τη νέα του Καραμανλή.
Πολιτικό δίδαγμα των δεκαετιών: δεν πρόκειται να υπάρξει κατεδάφιση του δικομματισμού αν κάποιες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν με ρεαλισμό ότι το οικόπεδο που θα αδειάσει δεν θα καταπατηθεί, δεν θα γίνει εμπορικό κέντρο, θα αξιοποιηθεί με ασφάλεια για τον πολίτη προς όφελός του.
Κι εδώ επανέρχεται η ευκαιρία των ευρωεκλογών. Έχει μεγάλη, αποφασιστική σημασία να εκφραστεί στην κάλπη το σιχτίρισμα του πολίτη για την κατάπτωση, για το δούλεμα, για τα παπαγαλάκια. Αλλά όποιος αντιλαμβάνεται το πολιτικό μας Σήμερα σαν ένα Σήμερα Παρακμής και Κρίσης, θα ήταν αφελές να παραμείνει μόνο σ’ αυτό.
Το είδαμε να συμβαίνει και άλλες φορές, οι σιχτιριζόμενοι να δηλώνουν ότι έλαβαν το μήνυμα και να κάνουν την άλλη μέρα τα ίδια. Αν όμως η αριστερά βγει από αυτή την εκλογική μάχη ως μια σημαντική, πολύ σημαντική δύναμη, αυτό μπορεί να αποδειχτεί καταλυτικό για τον δικομματισμό της κατάπτωσης και τη γέννηση επιτέλους του νέου στην πολιτική ζωή…
Αν ακολουθήσουμε το πράσινο παπαγαλάκι των γαλάζιων σποτ, είναι σαν να ζούμε στον... παράδεισο! Όλα όσα βιώνουμε είναι φαντασιώσεις και αποκυήματα προπαγάνδας. Δεν τα φέρνουμε δύσκολα, το κράτος στέκει δίπλα μας αρωγός, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με πρόγραμμα και αποτελεσματικότητα τα επίχειρα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Μπορεί να συζητήθηκε το διαφημιστικό εύρημα με το παπαγαλάκι, αλλά οι πολίτες δεν διαθέτουν μνήμη χρυσόψαρου. Τα σκάνδαλα με το Βατοπέδι, τη Siemens και τον "Γερμανό" δεν είναι κρωξίματα φτερωτής προπαγάνδας. Οι δηλώσεις Παπαθανασίου ότι μετά τις ευρωεκλογές θα ληφθούν δυσάρεστες αποφάσεις δεν είναι αντιπολιτευτικές επινοήσεις.
Η επαπειλούμενη παρόξυνση της κρίσης μετά τις ευρωεκλογές δεν αντιμετωπίζεται με αοριστολογίες και προσφυγή σε ανιστόρητα συνθήματα, του τύπου "σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα". Η βαρβαρότητα είναι παρούσα, δεν περιορίζεται στα κυβερνητικά πεπραγμένα και ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως άλλο ένα επικοινωνιακό εφεύρημα. Οι συντηρητικές πολιτικές, που εφαρμόζονται χρόνια τώρα, έχουν την υπογραφή και του ΠΑΣΟΚ.
Η προεκλογική περίοδος βυθίζεται μέσα στην αποϊδεολογικοποιημένη αντιπαράθεση, κινείται μέσα στα κλουβιά των επικοινωνιολόγων, ανάμεσα στους παπαγάλους και τη στρουθοκάμηλο. Οι πολίτες έχουν τη δύναμη να στείλουν το μήνυμά τους, ότι δεν θέλουν να ζήσουν σε συνθήκες ζούγκλας. Να ψηφίσουν και να τους αψηφήσουν!